- ὤλετ'
- ὤλετο , ὄλλυμιdestroyaor ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λουτροδάικτος — λουτροδάϊκτος, ον (Α) αυτός που φονεύθηκε στο λουτρό («λουτροδάϊκτος δ ὤλετ Αχαιῶν πολέμαρχος ἀνήρ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λουτρόν + δάϊκτος (< δαΐζω «σφάζω, φονεύω»), πρβλ. ανδρο δάικτος, πυργο δάικτος] … Dictionary of Greek
πολέμαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος μέτοικος, αδελφός του ρήτορα Λυσία. Καταδικάστηκε από τους 30 τύραννους να πιει το κώνειο για τα δημοκρατικά του φρονήματα. 2. Ευγενής Σπαρτιάτης που σκότωσε το βασιλιά της Σπάρτης Πολύδωρο στα μέσα του 8ου… … Dictionary of Greek